- προπερασμένος
- -η, -ο, Νο προηγούμενος από άλλον που πέρασε, ο πριν από τον προηγούμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πεπερασμένος, μτχ. παρακμ. τού περαίνω*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπερασμένος — η, ο ο πριν από τον προηγούμενο: Προπερασμένη εβδομάδα. – Προπερασμένος μήνας. – Προπερασμένο έτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προπαρέρχομαι — ΝΜΑ (η μτχ. αορ.) προπαρελθών, ούσα, όν αυτός που συνέβη πριν από μια προηγούμενη χρονική μονάδα ή ένα προηγούμενο γεγονός, προπερασμένος (α. «τον προπαρελθόντα χρόνο» β. «τήν προπαρελθούσα εβδομάδα» γ. «το προπαρελθόν έτος» δ. «την προπαρελθούσα … Dictionary of Greek